- καμηλοβοσκός
- καμηλοβοσκός, ὁ (Α)αυτός που βόσκει καμήλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμηλοβοσκοί — καμηλοβοσκός camel herd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλοφορβός — καμηλοφορβός, ὁ (Μ) καμηλοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
Τάραφα, Αμρ ιμπν Αλαμπάντ — Άραβας ποιητής που πέθανε το 560 ή το 570. Ήταν καμηλοβοσκός του πατέρα του, αλλά ο πατέρας του τον έδιωξε, επειδή παραμελούσε τη φύλαξη των ζώων, που του εμπιστεύτηκε, γιατί έγραφε ποιήματα. Υπηρέτησε τότε στην αυλή του ηγεμόνα Χιρ Αμρ μπεν Χιντ … Dictionary of Greek